Jump to content

ανθοδέσμη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανθοδέσμη (anthodésmif (plural ανθοδέσμες)

  1. bunch of flowers, bouquet
    Synonym: μπουκέτο (boukéto)

Declension

[edit]
Declension of ανθοδέσμη
singular plural
nominative ανθοδέσμη (anthodésmi) ανθοδέσμες (anthodésmes)
genitive ανθοδέσμης (anthodésmis) ανθοδεσμών (anthodesmón)
accusative ανθοδέσμη (anthodésmi) ανθοδέσμες (anthodésmes)
vocative ανθοδέσμη (anthodésmi) ανθοδέσμες (anthodésmes)
[edit]