Jump to content

ανθενωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ανθ- (anth-) +‎ ενωτικός (enotikós, uniting)

Adjective

[edit]

ανθενωτικός (anthenotikósm (feminine ανθενωτική, neuter ανθενωτικό)

  1. disuniting, secessionist
    Antonym: ενωτικός (enotikós)

Declension

[edit]
Declension of ανθενωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθενωτικός (anthenotikós) ανθενωτική (anthenotikí) ανθενωτικό (anthenotikó) ανθενωτικοί (anthenotikoí) ανθενωτικές (anthenotikés) ανθενωτικά (anthenotiká)
genitive ανθενωτικού (anthenotikoú) ανθενωτικής (anthenotikís) ανθενωτικού (anthenotikoú) ανθενωτικών (anthenotikón) ανθενωτικών (anthenotikón) ανθενωτικών (anthenotikón)
accusative ανθενωτικό (anthenotikó) ανθενωτική (anthenotikí) ανθενωτικό (anthenotikó) ανθενωτικούς (anthenotikoús) ανθενωτικές (anthenotikés) ανθενωτικά (anthenotiká)
vocative ανθενωτικέ (anthenotiké) ανθενωτική (anthenotikí) ανθενωτικό (anthenotikó) ανθενωτικοί (anthenotikoí) ανθενωτικές (anthenotikés) ανθενωτικά (anthenotiká)