Jump to content

ανθελληνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανθελληνικός (anthellinikósm (feminine ανθελληνική, neuter ανθελληνικό)

  1. anti-Greek

Declension

[edit]
Declension of ανθελληνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθελληνικός (anthellinikós) ανθελληνική (anthellinikí) ανθελληνικό (anthellinikó) ανθελληνικοί (anthellinikoí) ανθελληνικές (anthellinikés) ανθελληνικά (anthelliniká)
genitive ανθελληνικού (anthellinikoú) ανθελληνικής (anthellinikís) ανθελληνικού (anthellinikoú) ανθελληνικών (anthellinikón) ανθελληνικών (anthellinikón) ανθελληνικών (anthellinikón)
accusative ανθελληνικό (anthellinikó) ανθελληνική (anthellinikí) ανθελληνικό (anthellinikó) ανθελληνικούς (anthellinikoús) ανθελληνικές (anthellinikés) ανθελληνικά (anthelliniká)
vocative ανθελληνικέ (anthelliniké) ανθελληνική (anthellinikí) ανθελληνικό (anthellinikó) ανθελληνικοί (anthellinikoí) ανθελληνικές (anthellinikés) ανθελληνικά (anthelliniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθελληνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθελληνικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]