Jump to content

ανευρυσματώδης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανευρυσματώδης (anevrysmatódism (feminine ανευρυσματώδης, neuter ανευρυσματώδες)

  1. aneurysmal, aneurysmatic

Declension

[edit]
Declension of ανευρυσματώδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανευρυσματώδης (anevrysmatódis) ανευρυσματώδης (anevrysmatódis) ανευρυσματώδες (anevrysmatódes) ανευρυσματώδεις (anevrysmatódeis) ανευρυσματώδεις (anevrysmatódeis) ανευρυσματώδη (anevrysmatódi)
genitive ανευρυσματώδους (anevrysmatódous)
ανευρυσματώδη (anevrysmatódi)
ανευρυσματώδους (anevrysmatódous) ανευρυσματώδους (anevrysmatódous) ανευρυσματωδών (anevrysmatodón) ανευρυσματωδών (anevrysmatodón) ανευρυσματωδών (anevrysmatodón)
accusative ανευρυσματώδη (anevrysmatódi) ανευρυσματώδη (anevrysmatódi) ανευρυσματώδες (anevrysmatódes) ανευρυσματώδεις (anevrysmatódeis) ανευρυσματώδεις (anevrysmatódeis) ανευρυσματώδη (anevrysmatódi)
vocative ανευρυσματώδη (anevrysmatódi)
ανευρυσματώδης (anevrysmatódis)
ανευρυσματώδης (anevrysmatódis) ανευρυσματώδες (anevrysmatódes) ανευρυσματώδεις (anevrysmatódeis) ανευρυσματώδεις (anevrysmatódeis) ανευρυσματώδη (anevrysmatódi)
[edit]