Jump to content

ανευλαβής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανευλαβής (anevlavísm (feminine ανευλαβής, neuter ανευλαβές)

  1. disrespectful, impious
    Synonym: ασεβής (asevís)

Declension

[edit]
Declension of ανευλαβής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανευλαβής (anevlavís) ανευλαβής (anevlavís) ανευλαβές (anevlavés) ανευλαβείς (anevlaveís) ανευλαβείς (anevlaveís) ανευλαβή (anevlaví)
genitive ανευλαβούς (anevlavoús)
ανευλαβή (anevlaví)
ανευλαβούς (anevlavoús) ανευλαβούς (anevlavoús) ανευλαβών (anevlavón) ανευλαβών (anevlavón) ανευλαβών (anevlavón)
accusative ανευλαβή (anevlaví) ανευλαβή (anevlaví) ανευλαβές (anevlavés) ανευλαβείς (anevlaveís) ανευλαβείς (anevlaveís) ανευλαβή (anevlaví)
vocative ανευλαβή (anevlaví)
ανευλαβής (anevlavís)
ανευλαβής (anevlavís) ανευλαβές (anevlavés) ανευλαβείς (anevlaveís) ανευλαβείς (anevlaveís) ανευλαβή (anevlaví)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανευλαβής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανευλαβής, etc.)

[edit]