Jump to content

ανετυμολόγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανετυμολόγητος (anetymológitosm (feminine ανετυμολόγητη, neuter ανετυμολόγητο)

  1. (linguistics, lexicography) without etymology, not etymologised (UK), not etymologized (US)

Declension

[edit]
Declension of ανετυμολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανετυμολόγητος (anetymológitos) ανετυμολόγητη (anetymológiti) ανετυμολόγητο (anetymológito) ανετυμολόγητοι (anetymológitoi) ανετυμολόγητες (anetymológites) ανετυμολόγητα (anetymológita)
genitive ανετυμολόγητου (anetymológitou) ανετυμολόγητης (anetymológitis) ανετυμολόγητου (anetymológitou) ανετυμολόγητων (anetymológiton) ανετυμολόγητων (anetymológiton) ανετυμολόγητων (anetymológiton)
accusative ανετυμολόγητο (anetymológito) ανετυμολόγητη (anetymológiti) ανετυμολόγητο (anetymológito) ανετυμολόγητους (anetymológitous) ανετυμολόγητες (anetymológites) ανετυμολόγητα (anetymológita)
vocative ανετυμολόγητε (anetymológite) ανετυμολόγητη (anetymológiti) ανετυμολόγητο (anetymológito) ανετυμολόγητοι (anetymológitoi) ανετυμολόγητες (anetymológites) ανετυμολόγητα (anetymológita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανετυμολόγητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανετυμολόγητος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]