Jump to content

ανερυθρίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανερυθρίαστος (anerythríastosm (feminine ανερυθρίαστη, neuter ανερυθρίαστο)

  1. brazen, unblushing

Declension

[edit]
Declension of ανερυθρίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανερυθρίαστος (anerythríastos) ανερυθρίαστη (anerythríasti) ανερυθρίαστο (anerythríasto) ανερυθρίαστοι (anerythríastoi) ανερυθρίαστες (anerythríastes) ανερυθρίαστα (anerythríasta)
genitive ανερυθρίαστου (anerythríastou) ανερυθρίαστης (anerythríastis) ανερυθρίαστου (anerythríastou) ανερυθρίαστων (anerythríaston) ανερυθρίαστων (anerythríaston) ανερυθρίαστων (anerythríaston)
accusative ανερυθρίαστο (anerythríasto) ανερυθρίαστη (anerythríasti) ανερυθρίαστο (anerythríasto) ανερυθρίαστους (anerythríastous) ανερυθρίαστες (anerythríastes) ανερυθρίαστα (anerythríasta)
vocative ανερυθρίαστε (anerythríaste) ανερυθρίαστη (anerythríasti) ανερυθρίαστο (anerythríasto) ανερυθρίαστοι (anerythríastoi) ανερυθρίαστες (anerythríastes) ανερυθρίαστα (anerythríasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανερυθρίαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανερυθρίαστος, etc.)

[edit]