Jump to content

ανερμάτιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανερμάτιστος (anermátistosm (feminine ανερμάτιστη, neuter ανερμάτιστο)

  1. (shipping) unballasted, without ballast, out of ballast
    Synonym: ασαβούρωτος (asavoúrotos)
  2. (figurative) unstable, flighty

Declension

[edit]
Declension of ανερμάτιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανερμάτιστος (anermátistos) ανερμάτιστη (anermátisti) ανερμάτιστο (anermátisto) ανερμάτιστοι (anermátistoi) ανερμάτιστες (anermátistes) ανερμάτιστα (anermátista)
genitive ανερμάτιστου (anermátistou) ανερμάτιστης (anermátistis) ανερμάτιστου (anermátistou) ανερμάτιστων (anermátiston) ανερμάτιστων (anermátiston) ανερμάτιστων (anermátiston)
accusative ανερμάτιστο (anermátisto) ανερμάτιστη (anermátisti) ανερμάτιστο (anermátisto) ανερμάτιστους (anermátistous) ανερμάτιστες (anermátistes) ανερμάτιστα (anermátista)
vocative ανερμάτιστε (anermátiste) ανερμάτιστη (anermátisti) ανερμάτιστο (anermátisto) ανερμάτιστοι (anermátistoi) ανερμάτιστες (anermátistes) ανερμάτιστα (anermátista)
[edit]