ανερμάτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανερμάτιστος • (anermátistos) m (feminine ανερμάτιστη, neuter ανερμάτιστο)
- (shipping) unballasted, without ballast, out of ballast
- Synonym: ασαβούρωτος (asavoúrotos)
- (figurative) unstable, flighty
Declension
[edit]Declension of ανερμάτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανερμάτιστος • | ανερμάτιστη • | ανερμάτιστο • | ανερμάτιστοι • | ανερμάτιστες • | ανερμάτιστα • |
genitive | ανερμάτιστου • | ανερμάτιστης • | ανερμάτιστου • | ανερμάτιστων • | ανερμάτιστων • | ανερμάτιστων • |
accusative | ανερμάτιστο • | ανερμάτιστη • | ανερμάτιστο • | ανερμάτιστους • | ανερμάτιστες • | ανερμάτιστα • |
vocative | ανερμάτιστε • | ανερμάτιστη • | ανερμάτιστο • | ανερμάτιστοι • | ανερμάτιστες • | ανερμάτιστα • |
Related terms
[edit]- έρμα n (érma, “ballast”)