Jump to content

ανεπούλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπούλωτος (anepoúlotosm (feminine ανεπούλωτη, neuter ανεπούλωτο)

  1. unhealed, open (wound)
    Antonym: επουλωμένος (epouloménos)

Declension

[edit]
Declension of ανεπούλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπούλωτος (anepoúlotos) ανεπούλωτη (anepoúloti) ανεπούλωτο (anepoúloto) ανεπούλωτοι (anepoúlotoi) ανεπούλωτες (anepoúlotes) ανεπούλωτα (anepoúlota)
genitive ανεπούλωτου (anepoúlotou) ανεπούλωτης (anepoúlotis) ανεπούλωτου (anepoúlotou) ανεπούλωτων (anepoúloton) ανεπούλωτων (anepoúloton) ανεπούλωτων (anepoúloton)
accusative ανεπούλωτο (anepoúloto) ανεπούλωτη (anepoúloti) ανεπούλωτο (anepoúloto) ανεπούλωτους (anepoúlotous) ανεπούλωτες (anepoúlotes) ανεπούλωτα (anepoúlota)
vocative ανεπούλωτε (anepoúlote) ανεπούλωτη (anepoúloti) ανεπούλωτο (anepoúloto) ανεπούλωτοι (anepoúlotoi) ανεπούλωτες (anepoúlotes) ανεπούλωτα (anepoúlota)