ανεπιτηδειότητα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανεπιτηδειότητα (anepitideiótitaf (uncountable)

  1. ineptitude, unskilfulness
    Antonym: επιτηδειότητα (epitideiótita)

Declension

[edit]
singular
nominative ανεπιτηδειότητα (anepitideiótita)
genitive ανεπιτηδειότητας (anepitideiótitas)
accusative ανεπιτηδειότητα (anepitideiótita)
vocative ανεπιτηδειότητα (anepitideiótita)
[edit]