Jump to content

ανεπίκαιρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπίκαιρος (anepíkairosm (feminine ανεπίκαιρη, neuter ανεπίκαιρο)

  1. untimely, out of season
  2. (figuratively) untimely, inopportune

Declension

[edit]
Declension of ανεπίκαιρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπίκαιρος (anepíkairos) ανεπίκαιρη (anepíkairi) ανεπίκαιρο (anepíkairo) ανεπίκαιροι (anepíkairoi) ανεπίκαιρες (anepíkaires) ανεπίκαιρα (anepíkaira)
genitive ανεπίκαιρου (anepíkairou) ανεπίκαιρης (anepíkairis) ανεπίκαιρου (anepíkairou) ανεπίκαιρων (anepíkairon) ανεπίκαιρων (anepíkairon) ανεπίκαιρων (anepíkairon)
accusative ανεπίκαιρο (anepíkairo) ανεπίκαιρη (anepíkairi) ανεπίκαιρο (anepíkairo) ανεπίκαιρους (anepíkairous) ανεπίκαιρες (anepíkaires) ανεπίκαιρα (anepíkaira)
vocative ανεπίκαιρε (anepíkaire) ανεπίκαιρη (anepíkairi) ανεπίκαιρο (anepíkairo) ανεπίκαιροι (anepíkairoi) ανεπίκαιρες (anepíkaires) ανεπίκαιρα (anepíkaira)
[edit]