ανεξιθρησκεία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανεξιθρησκεία • (anexithriskeía) f (uncountable)
- Alternative form of ανεξιθρησκία (anexithriskía)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | ανεξιθρησκεία (anexithriskeía) |
genitive | ανεξιθρησκείας (anexithriskeías) |
accusative | ανεξιθρησκεία (anexithriskeía) |
vocative | ανεξιθρησκεία (anexithriskeía) |