Jump to content

ανεξιθρησκεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανεξιθρησκεία (anexithriskeíaf (uncountable)

  1. Alternative form of ανεξιθρησκία (anexithriskía)

Declension

[edit]
singular
nominative ανεξιθρησκεία (anexithriskeía)
genitive ανεξιθρησκείας (anexithriskeías)
accusative ανεξιθρησκεία (anexithriskeía)
vocative ανεξιθρησκεία (anexithriskeía)