Jump to content

ανεξαίρετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεξαίρετος (anexaíretosm (feminine ανεξαίρετη, neuter ανεξαίρετο)

  1. unexceptional
  2. unexempted, unexcluded

Declension

[edit]
Declension of ανεξαίρετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξαίρετος (anexaíretos) ανεξαίρετη (anexaíreti) ανεξαίρετο (anexaíreto) ανεξαίρετοι (anexaíretoi) ανεξαίρετες (anexaíretes) ανεξαίρετα (anexaíreta)
genitive ανεξαίρετου (anexaíretou) ανεξαίρετης (anexaíretis) ανεξαίρετου (anexaíretou) ανεξαίρετων (anexaíreton) ανεξαίρετων (anexaíreton) ανεξαίρετων (anexaíreton)
accusative ανεξαίρετο (anexaíreto) ανεξαίρετη (anexaíreti) ανεξαίρετο (anexaíreto) ανεξαίρετους (anexaíretous) ανεξαίρετες (anexaíretes) ανεξαίρετα (anexaíreta)
vocative ανεξαίρετε (anexaírete) ανεξαίρετη (anexaíreti) ανεξαίρετο (anexaíreto) ανεξαίρετοι (anexaíretoi) ανεξαίρετες (anexaíretes) ανεξαίρετα (anexaíreta)
[edit]