Jump to content

ανεξίτηλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἀνεξίτηλος (anexítēlos).

Adjective

[edit]

ανεξίτηλος (anexítilosm (feminine ανεξίτηλη, neuter ανεξίτηλο)

  1. indelible, unfading, colourfast
    Synonym: ανεξάλειπτος (anexáleiptos)
    ανεξίτηλα χρώματαanexítila chrómataunfading colours

Declension

[edit]
Declension of ανεξίτηλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξίτηλος (anexítilos) ανεξίτηλη (anexítili) ανεξίτηλο (anexítilo) ανεξίτηλοι (anexítiloi) ανεξίτηλες (anexítiles) ανεξίτηλα (anexítila)
genitive ανεξίτηλου (anexítilou) ανεξίτηλης (anexítilis) ανεξίτηλου (anexítilou) ανεξίτηλων (anexítilon) ανεξίτηλων (anexítilon) ανεξίτηλων (anexítilon)
accusative ανεξίτηλο (anexítilo) ανεξίτηλη (anexítili) ανεξίτηλο (anexítilo) ανεξίτηλους (anexítilous) ανεξίτηλες (anexítiles) ανεξίτηλα (anexítila)
vocative ανεξίτηλε (anexítile) ανεξίτηλη (anexítili) ανεξίτηλο (anexítilo) ανεξίτηλοι (anexítiloi) ανεξίτηλες (anexítiles) ανεξίτηλα (anexítila)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεξίτηλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεξίτηλος, etc.)