ανεξίτηλος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἀνεξίτηλος (anexítēlos).
Adjective
[edit]ανεξίτηλος • (anexítilos) m (feminine ανεξίτηλη, neuter ανεξίτηλο)
- indelible, unfading, colourfast
- Synonym: ανεξάλειπτος (anexáleiptos)
- ανεξίτηλα χρώματα ― anexítila chrómata ― unfading colours
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεξίτηλος (anexítilos) | ανεξίτηλη (anexítili) | ανεξίτηλο (anexítilo) | ανεξίτηλοι (anexítiloi) | ανεξίτηλες (anexítiles) | ανεξίτηλα (anexítila) | |
genitive | ανεξίτηλου (anexítilou) | ανεξίτηλης (anexítilis) | ανεξίτηλου (anexítilou) | ανεξίτηλων (anexítilon) | ανεξίτηλων (anexítilon) | ανεξίτηλων (anexítilon) | |
accusative | ανεξίτηλο (anexítilo) | ανεξίτηλη (anexítili) | ανεξίτηλο (anexítilo) | ανεξίτηλους (anexítilous) | ανεξίτηλες (anexítiles) | ανεξίτηλα (anexítila) | |
vocative | ανεξίτηλε (anexítile) | ανεξίτηλη (anexítili) | ανεξίτηλο (anexítilo) | ανεξίτηλοι (anexítiloi) | ανεξίτηλες (anexítiles) | ανεξίτηλα (anexítila) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεξίτηλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεξίτηλος, etc.)