ανεξίθερμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανεξίθερμος • (anexíthermos) m (feminine ανεξίθερμη, neuter ανεξίθερμο)
Declension
[edit]Declension of ανεξίθερμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξίθερμος • | ανεξίθερμη • | ανεξίθερμο • | ανεξίθερμοι • | ανεξίθερμες • | ανεξίθερμα • |
genitive | ανεξίθερμου • | ανεξίθερμης • | ανεξίθερμου • | ανεξίθερμων • | ανεξίθερμων • | ανεξίθερμων • |
accusative | ανεξίθερμο • | ανεξίθερμη • | ανεξίθερμο • | ανεξίθερμους • | ανεξίθερμες • | ανεξίθερμα • |
vocative | ανεξίθερμε • | ανεξίθερμη • | ανεξίθερμο • | ανεξίθερμοι • | ανεξίθερμες • | ανεξίθερμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεξίθερμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεξίθερμος, etc.) |