ανεξάντλητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεξάντλητος (anexántlitosm (feminine ανεξάντλητη, neuter ανεξάντλητο)

  1. inexhaustible, without limit
    Synonym: αστείρευτος (asteíreftos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεξάντλητος (anexántlitos) ανεξάντλητη (anexántliti) ανεξάντλητο (anexántlito) ανεξάντλητοι (anexántlitoi) ανεξάντλητες (anexántlites) ανεξάντλητα (anexántlita)
genitive ανεξάντλητου (anexántlitou) ανεξάντλητης (anexántlitis) ανεξάντλητου (anexántlitou) ανεξάντλητων (anexántliton) ανεξάντλητων (anexántliton) ανεξάντλητων (anexántliton)
accusative ανεξάντλητο (anexántlito) ανεξάντλητη (anexántliti) ανεξάντλητο (anexántlito) ανεξάντλητους (anexántlitous) ανεξάντλητες (anexántlites) ανεξάντλητα (anexántlita)
vocative ανεξάντλητε (anexántlite) ανεξάντλητη (anexántliti) ανεξάντλητο (anexántlito) ανεξάντλητοι (anexántlitoi) ανεξάντλητες (anexántlites) ανεξάντλητα (anexántlita)

Further reading

[edit]