Jump to content

ανενόχλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανενόχλητος (anenóchlitosm (feminine ανενόχλητη, neuter ανενόχλητο)

  1. undisturbed

Declension

[edit]
Declension of ανενόχλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανενόχλητος (anenóchlitos) ανενόχλητη (anenóchliti) ανενόχλητο (anenóchlito) ανενόχλητοι (anenóchlitoi) ανενόχλητες (anenóchlites) ανενόχλητα (anenóchlita)
genitive ανενόχλητου (anenóchlitou) ανενόχλητης (anenóchlitis) ανενόχλητου (anenóchlitou) ανενόχλητων (anenóchliton) ανενόχλητων (anenóchliton) ανενόχλητων (anenóchliton)
accusative ανενόχλητο (anenóchlito) ανενόχλητη (anenóchliti) ανενόχλητο (anenóchlito) ανενόχλητους (anenóchlitous) ανενόχλητες (anenóchlites) ανενόχλητα (anenóchlita)
vocative ανενόχλητε (anenóchlite) ανενόχλητη (anenóchliti) ανενόχλητο (anenóchlito) ανενόχλητοι (anenóchlitoi) ανενόχλητες (anenóchlites) ανενόχλητα (anenóchlita)