Jump to content

ανενεργός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανενεργός (anenergósm (feminine ανενεργός or ανενεργή, neuter ανενεργό)

  1. not functioning, inoperative+
  2. inactive, inert (chemical)
  3. suspended, in abeyance (law)

Declension

[edit]
Declension of ανενεργός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανενεργός (anenergós) ανενεργός (anenergós)
ανενεργή (anenergí)
ανενεργό (anenergó) ανενεργοί (anenergoí) ανενεργοί (anenergoí)
ανενεργές (anenergés)
ανενεργά (anenergá)
genitive ανενεργού (anenergoú) ανενεργού (anenergoú)
ανενεργής (anenergís)
ανενεργού (anenergoú) ανενεργών (anenergón) ανενεργών (anenergón) ανενεργών (anenergón)
accusative ανενεργό (anenergó) ανενεργό (anenergó)
ανενεργή (anenergí)
ανενεργό (anenergó) ανενεργούς (anenergoús) ανενεργούς (anenergoús)
ανενεργές (anenergés)
ανενεργά (anenergá)
vocative ανενεργέ (anenergé) ανενεργέ (anenergé)
ανενεργή (anenergí)
ανενεργό (anenergó) ανενεργοί (anenergoí) ανενεργοί (anenergoí)
ανενεργές (anenergés)
ανενεργά (anenergá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανενεργός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανενεργός, etc.)

Synonyms

[edit]