Jump to content

ανεμοπόδαρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεμοπόδαρος (anemopódarosm (feminine ανεμοπόδαρη, neuter ανεμοπόδαρο)

  1. fleet of foot, fleetfooted, swift-footed

Declension

[edit]
Declension of ανεμοπόδαρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεμοπόδαρος (anemopódaros) ανεμοπόδαρη (anemopódari) ανεμοπόδαρο (anemopódaro) ανεμοπόδαροι (anemopódaroi) ανεμοπόδαρες (anemopódares) ανεμοπόδαρα (anemopódara)
genitive ανεμοπόδαρου (anemopódarou) ανεμοπόδαρης (anemopódaris) ανεμοπόδαρου (anemopódarou) ανεμοπόδαρων (anemopódaron) ανεμοπόδαρων (anemopódaron) ανεμοπόδαρων (anemopódaron)
accusative ανεμοπόδαρο (anemopódaro) ανεμοπόδαρη (anemopódari) ανεμοπόδαρο (anemopódaro) ανεμοπόδαρους (anemopódarous) ανεμοπόδαρες (anemopódares) ανεμοπόδαρα (anemopódara)
vocative ανεμοπόδαρε (anemopódare) ανεμοπόδαρη (anemopódari) ανεμοπόδαρο (anemopódaro) ανεμοπόδαροι (anemopódaroi) ανεμοπόδαρες (anemopódares) ανεμοπόδαρα (anemopódara)
[edit]
  • and see: πόδι n (pódi, foot)