ανεμομετρικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανεμομετρικός • (anemometrikós) m (feminine ανεμομετρική, neuter ανεμομετρικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεμομετρικός (anemometrikós) | ανεμομετρική (anemometrikí) | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρικοί (anemometrikoí) | ανεμομετρικές (anemometrikés) | ανεμομετρικά (anemometriká) | |
genitive | ανεμομετρικού (anemometrikoú) | ανεμομετρικής (anemometrikís) | ανεμομετρικού (anemometrikoú) | ανεμομετρικών (anemometrikón) | ανεμομετρικών (anemometrikón) | ανεμομετρικών (anemometrikón) | |
accusative | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρική (anemometrikí) | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρικούς (anemometrikoús) | ανεμομετρικές (anemometrikés) | ανεμομετρικά (anemometriká) | |
vocative | ανεμομετρικέ (anemometriké) | ανεμομετρική (anemometrikí) | ανεμομετρικό (anemometrikó) | ανεμομετρικοί (anemometrikoí) | ανεμομετρικές (anemometrikés) | ανεμομετρικά (anemometriká) |
Coordinate terms
[edit]- μποφόρ n (bofór, “Beaufort”)
Related terms
[edit]- ανεμογράφος m (anemográfos, “anemograph”)
- ανεμόμετρο n (anemómetro, “anemometer”)
- and see: άνεμος m (ánemos, “wind”)