Jump to content

ανεμομέζωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανεμομέζωμα (anemomézoman (plural ανεμομαζέματα) (more usually in the plural)

  1. Alternative form of ανεμομάζωμα (anemomázoma)

Declension

[edit]
Declension of ανεμομάζεμα
singular plural
nominative ανεμομάζεμα (anemomázema) ανεμομαζέματα (anemomazémata)
genitive ανεμομαζέματος (anemomazématos) ανεμομαζεμάτων (anemomazemáton)
accusative ανεμομάζεμα (anemomázema) ανεμομαζέματα (anemomazémata)
vocative ανεμομάζεμα (anemomázema) ανεμομαζέματα (anemomazémata)

Derived terms

[edit]