Jump to content

ανεμοδαρμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεμοδαρμένος (anemodarménosm (feminine ανεμοδαρμένη, neuter ανεμοδαρμένο)

  1. windswept, weather-beaten
    Synonym: ανεμόδαρτος (anemódartos)
    Ανεμοδαρμένα ΎψηAnemodarména ÝpsiWuthering Heights

Declension

[edit]
Declension of ανεμοδαρμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεμοδαρμένος (anemodarménos) ανεμοδαρμένη (anemodarméni) ανεμοδαρμένο (anemodarméno) ανεμοδαρμένοι (anemodarménoi) ανεμοδαρμένες (anemodarménes) ανεμοδαρμένα (anemodarména)
genitive ανεμοδαρμένου (anemodarménou) ανεμοδαρμένης (anemodarménis) ανεμοδαρμένου (anemodarménou) ανεμοδαρμένων (anemodarménon) ανεμοδαρμένων (anemodarménon) ανεμοδαρμένων (anemodarménon)
accusative ανεμοδαρμένο (anemodarméno) ανεμοδαρμένη (anemodarméni) ανεμοδαρμένο (anemodarméno) ανεμοδαρμένους (anemodarménous) ανεμοδαρμένες (anemodarménes) ανεμοδαρμένα (anemodarména)
vocative ανεμοδαρμένε (anemodarméne) ανεμοδαρμένη (anemodarméni) ανεμοδαρμένο (anemodarméno) ανεμοδαρμένοι (anemodarménoi) ανεμοδαρμένες (anemodarménes) ανεμοδαρμένα (anemodarména)