Jump to content

ανεμικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανεμικό (anemikón (plural ανεμικά)

  1. spirit, sprite, ghost
    Synonyms: αερικό (aerikó), αγερικό (agerikó)

Declension

[edit]
Declension of ανεμικό
singular plural
nominative ανεμικό (anemikó) ανεμικά (anemiká)
genitive ανεμικού (anemikoú) ανεμικών (anemikón)
accusative ανεμικό (anemikó) ανεμικά (anemiká)
vocative ανεμικό (anemikó) ανεμικά (anemiká)
[edit]