ανελλήνιστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανελλήνιστος • (anellínistos) m (feminine ανελλήνιστη, neuter ανελλήνιστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανελλήνιστος (anellínistos) | ανελλήνιστη (anellínisti) | ανελλήνιστο (anellínisto) | ανελλήνιστοι (anellínistoi) | ανελλήνιστες (anellínistes) | ανελλήνιστα (anellínista) | |
genitive | ανελλήνιστου (anellínistou) | ανελλήνιστης (anellínistis) | ανελλήνιστου (anellínistou) | ανελλήνιστων (anellíniston) | ανελλήνιστων (anellíniston) | ανελλήνιστων (anellíniston) | |
accusative | ανελλήνιστο (anellínisto) | ανελλήνιστη (anellínisti) | ανελλήνιστο (anellínisto) | ανελλήνιστους (anellínistous) | ανελλήνιστες (anellínistes) | ανελλήνιστα (anellínista) | |
vocative | ανελλήνιστε (anellíniste) | ανελλήνιστη (anellínisti) | ανελλήνιστο (anellínisto) | ανελλήνιστοι (anellínistoi) | ανελλήνιστες (anellínistes) | ανελλήνιστα (anellínista) |