ανεκτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ανεχτικός (anechtikós)
Adjective
[edit]ανεκτικός • (anektikós) m (feminine ανεκτική, neuter ανεκτικό)
Declension
[edit]Declension of ανεκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκτικός • | ανεκτική • | ανεκτικό • | ανεκτικοί • | ανεκτικές • | ανεκτικά • |
genitive | ανεκτικού • | ανεκτικής • | ανεκτικού • | ανεκτικών • | ανεκτικών • | ανεκτικών • |
accusative | ανεκτικό • | ανεκτική • | ανεκτικό • | ανεκτικούς • | ανεκτικές • | ανεκτικά • |
vocative | ανεκτικέ • | ανεκτική • | ανεκτικό • | ανεκτικοί • | ανεκτικές • | ανεκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεκτικός, etc.) |
Related terms
[edit]- ανεκτικότητα f (anektikótita, “tolerance”)