Jump to content

ανεκπλήρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεκπλήρωτος (anekplírotosm (feminine ανεκπλήρωτη, neuter ανεκπλήρωτο)

  1. unfulfilled, unrealised (UK), unrealized (US)(aspirations, desires, hopes)
  2. unfulfillable, unrealisable (UK), unrealizable (US)(aspirations, desires, hopes)

Declension

[edit]
Declension of ανεκπλήρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκπλήρωτος (anekplírotos) ανεκπλήρωτη (anekplíroti) ανεκπλήρωτο (anekplíroto) ανεκπλήρωτοι (anekplírotoi) ανεκπλήρωτες (anekplírotes) ανεκπλήρωτα (anekplírota)
genitive ανεκπλήρωτου (anekplírotou) ανεκπλήρωτης (anekplírotis) ανεκπλήρωτου (anekplírotou) ανεκπλήρωτων (anekplíroton) ανεκπλήρωτων (anekplíroton) ανεκπλήρωτων (anekplíroton)
accusative ανεκπλήρωτο (anekplíroto) ανεκπλήρωτη (anekplíroti) ανεκπλήρωτο (anekplíroto) ανεκπλήρωτους (anekplírotous) ανεκπλήρωτες (anekplírotes) ανεκπλήρωτα (anekplírota)
vocative ανεκπλήρωτε (anekplírote) ανεκπλήρωτη (anekplíroti) ανεκπλήρωτο (anekplíroto) ανεκπλήρωτοι (anekplírotoi) ανεκπλήρωτες (anekplírotes) ανεκπλήρωτα (anekplírota)