Jump to content

ανεκδοτογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from ανέκδοτο (anékdoto, anecdote)

Noun

[edit]

ανεκδοτογράφος (anekdotográfosm (plural ανεκδοτογράφοι)

  1. a writer of anecdotes

Declension

[edit]
Declension of ανεκδοτογράφος
singular plural
nominative ανεκδοτογράφος (anekdotográfos) ανεκδοτογράφοι (anekdotográfoi)
genitive ανεκδοτογράφου (anekdotográfou) ανεκδοτογράφων (anekdotográfon)
accusative ανεκδοτογράφο (anekdotográfo) ανεκδοτογράφους (anekdotográfous)
vocative ανεκδοτογράφε (anekdotográfe) ανεκδοτογράφοι (anekdotográfoi)
[edit]