Jump to content

ανεγνώριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεγνώριστος (anegnóristosm (feminine ανεγνώριστη, neuter ανεγνώριστο)

  1. Alternative form of ανέγνωρος (anégnoros)

Declension

[edit]
Declension of ανεγνώριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεγνώριστος (anegnóristos) ανεγνώριστη (anegnóristi) ανεγνώριστο (anegnóristo) ανεγνώριστοι (anegnóristoi) ανεγνώριστες (anegnóristes) ανεγνώριστα (anegnórista)
genitive ανεγνώριστου (anegnóristou) ανεγνώριστης (anegnóristis) ανεγνώριστου (anegnóristou) ανεγνώριστων (anegnóriston) ανεγνώριστων (anegnóriston) ανεγνώριστων (anegnóriston)
accusative ανεγνώριστο (anegnóristo) ανεγνώριστη (anegnóristi) ανεγνώριστο (anegnóristo) ανεγνώριστους (anegnóristous) ανεγνώριστες (anegnóristes) ανεγνώριστα (anegnórista)
vocative ανεγνώριστε (anegnóriste) ανεγνώριστη (anegnóristi) ανεγνώριστο (anegnóristo) ανεγνώριστοι (anegnóristoi) ανεγνώριστες (anegnóristes) ανεγνώριστα (anegnórista)