Jump to content

ανεγκέφαλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεγκέφαλος (anegkéfalosm (feminine ανεγκέφαλη, neuter ανεγκέφαλο)

  1. (physiology) anencephalic
  2. (figurative, derogatory) silly, brainless
    Synonym: ανόητος (anóitos)

Declension

[edit]
Declension of ανεγκέφαλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεγκέφαλος (anegkéfalos) ανεγκέφαλη (anegkéfali) ανεγκέφαλο (anegkéfalo) ανεγκέφαλοι (anegkéfaloi) ανεγκέφαλες (anegkéfales) ανεγκέφαλα (anegkéfala)
genitive ανεγκέφαλου (anegkéfalou) ανεγκέφαλης (anegkéfalis) ανεγκέφαλου (anegkéfalou) ανεγκέφαλων (anegkéfalon) ανεγκέφαλων (anegkéfalon) ανεγκέφαλων (anegkéfalon)
accusative ανεγκέφαλο (anegkéfalo) ανεγκέφαλη (anegkéfali) ανεγκέφαλο (anegkéfalo) ανεγκέφαλους (anegkéfalous) ανεγκέφαλες (anegkéfales) ανεγκέφαλα (anegkéfala)
vocative ανεγκέφαλε (anegkéfale) ανεγκέφαλη (anegkéfali) ανεγκέφαλο (anegkéfalo) ανεγκέφαλοι (anegkéfaloi) ανεγκέφαλες (anegkéfales) ανεγκέφαλα (anegkéfala)
[edit]