Jump to content

ανεγγύητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ εγγυ- (engy-, guarantee) +‎ -τος (-tos, adjectival suffix).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.neŋˈɟi.i.tos/
  • Hyphenation: α‧νεγ‧γύ‧η‧τος

Adjective

[edit]

ανεγγύητος (anengýitosm (feminine ανεγγύητη, neuter ανεγγύητο)

  1. unguaranteed
    Synonym: ανέγγυος (anéngyos)

Declension

[edit]
Declension of ανεγγύητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεγγύητος (anengýitos) ανεγγύητη (anengýiti) ανεγγύητο (anengýito) ανεγγύητοι (anengýitoi) ανεγγύητες (anengýites) ανεγγύητα (anengýita)
genitive ανεγγύητου (anengýitou) ανεγγύητης (anengýitis) ανεγγύητου (anengýitou) ανεγγύητων (anengýiton) ανεγγύητων (anengýiton) ανεγγύητων (anengýiton)
accusative ανεγγύητο (anengýito) ανεγγύητη (anengýiti) ανεγγύητο (anengýito) ανεγγύητους (anengýitous) ανεγγύητες (anengýites) ανεγγύητα (anengýita)
vocative ανεγγύητε (anengýite) ανεγγύητη (anengýiti) ανεγγύητο (anengýito) ανεγγύητοι (anengýitoi) ανεγγύητες (anengýites) ανεγγύητα (anengýita)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ανεγγύητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language