ανδροκρατούμενος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανδροκρατούμενος (androkratoúmenosm (feminine ανδροκρατούμενη, neuter ανδροκρατούμενο)

  1. male dominated, dominated by a man or men

Declension

[edit]
Declension of ανδροκρατούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανδροκρατούμενος (androkratoúmenos) ανδροκρατούμενη (androkratoúmeni) ανδροκρατούμενο (androkratoúmeno) ανδροκρατούμενοι (androkratoúmenoi) ανδροκρατούμενες (androkratoúmenes) ανδροκρατούμενα (androkratoúmena)
genitive ανδροκρατούμενου (androkratoúmenou) ανδροκρατούμενης (androkratoúmenis) ανδροκρατούμενου (androkratoúmenou) ανδροκρατούμενων (androkratoúmenon) ανδροκρατούμενων (androkratoúmenon) ανδροκρατούμενων (androkratoúmenon)
accusative ανδροκρατούμενο (androkratoúmeno) ανδροκρατούμενη (androkratoúmeni) ανδροκρατούμενο (androkratoúmeno) ανδροκρατούμενους (androkratoúmenous) ανδροκρατούμενες (androkratoúmenes) ανδροκρατούμενα (androkratoúmena)
vocative ανδροκρατούμενε (androkratoúmene) ανδροκρατούμενη (androkratoúmeni) ανδροκρατούμενο (androkratoúmeno) ανδροκρατούμενοι (androkratoúmenoi) ανδροκρατούμενες (androkratoúmenes) ανδροκρατούμενα (androkratoúmena)
[edit]