Jump to content

ανγκολέζικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανγκολέζικος (angkolézikosm (feminine ανγκολέζικη, neuter ανγκολέζικο)

  1. Alternative form of αγκολέζικος (agkolézikos)

Declension

[edit]
Declension of ανγκολέζικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανγκολέζικος (angkolézikos) ανγκολέζικη (angkoléziki) ανγκολέζικο (angkoléziko) ανγκολέζικοι (angkolézikoi) ανγκολέζικες (angkolézikes) ανγκολέζικα (angkolézika)
genitive ανγκολέζικου (angkolézikou) ανγκολέζικης (angkolézikis) ανγκολέζικου (angkolézikou) ανγκολέζικων (angkolézikon) ανγκολέζικων (angkolézikon) ανγκολέζικων (angkolézikon)
accusative ανγκολέζικο (angkoléziko) ανγκολέζικη (angkoléziki) ανγκολέζικο (angkoléziko) ανγκολέζικους (angkolézikous) ανγκολέζικες (angkolézikes) ανγκολέζικα (angkolézika)
vocative ανγκολέζικε (angkolézike) ανγκολέζικη (angkoléziki) ανγκολέζικο (angkoléziko) ανγκολέζικοι (angkolézikoi) ανγκολέζικες (angkolézikes) ανγκολέζικα (angkolézika)