ανγκολέζικος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανγκολέζικος • (angkolézikos) m (feminine ανγκολέζικη, neuter ανγκολέζικο)
- Alternative form of αγκολέζικος (agkolézikos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανγκολέζικος (angkolézikos) | ανγκολέζικη (angkoléziki) | ανγκολέζικο (angkoléziko) | ανγκολέζικοι (angkolézikoi) | ανγκολέζικες (angkolézikes) | ανγκολέζικα (angkolézika) | |
genitive | ανγκολέζικου (angkolézikou) | ανγκολέζικης (angkolézikis) | ανγκολέζικου (angkolézikou) | ανγκολέζικων (angkolézikon) | ανγκολέζικων (angkolézikon) | ανγκολέζικων (angkolézikon) | |
accusative | ανγκολέζικο (angkoléziko) | ανγκολέζικη (angkoléziki) | ανγκολέζικο (angkoléziko) | ανγκολέζικους (angkolézikous) | ανγκολέζικες (angkolézikes) | ανγκολέζικα (angkolézika) | |
vocative | ανγκολέζικε (angkolézike) | ανγκολέζικη (angkoléziki) | ανγκολέζικο (angkoléziko) | ανγκολέζικοι (angkolézikoi) | ανγκολέζικες (angkolézikes) | ανγκολέζικα (angkolézika) |