Jump to content

αναφυλακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναφυλακτικός (anafylaktikósm (feminine αναφυλακτική, neuter αναφυλακτικό)

  1. (medicine) anaphylactic

Declension

[edit]
Declension of αναφυλακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναφυλακτικός (anafylaktikós) αναφυλακτική (anafylaktikí) αναφυλακτικό (anafylaktikó) αναφυλακτικοί (anafylaktikoí) αναφυλακτικές (anafylaktikés) αναφυλακτικά (anafylaktiká)
genitive αναφυλακτικού (anafylaktikoú) αναφυλακτικής (anafylaktikís) αναφυλακτικού (anafylaktikoú) αναφυλακτικών (anafylaktikón) αναφυλακτικών (anafylaktikón) αναφυλακτικών (anafylaktikón)
accusative αναφυλακτικό (anafylaktikó) αναφυλακτική (anafylaktikí) αναφυλακτικό (anafylaktikó) αναφυλακτικούς (anafylaktikoús) αναφυλακτικές (anafylaktikés) αναφυλακτικά (anafylaktiká)
vocative αναφυλακτικέ (anafylaktiké) αναφυλακτική (anafylaktikí) αναφυλακτικό (anafylaktikó) αναφυλακτικοί (anafylaktikoí) αναφυλακτικές (anafylaktikés) αναφυλακτικά (anafylaktiká)
[edit]

Further reading

[edit]