αναφτερώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αναφτερώνομαι • (anafterónomai) passive (past αναφτερώθηκα, active αναφτερώνω)
- (colloquial) Alternative form of αναπτερώνομαι (anapterónomai)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αναπτερώνω (anapteróno)