From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.na.pteˈɾo.no/
Hyphenation: α‧να‧πτε‧ρώ‧νω
αναπτερώνω • (anapteróno ) (past αναπτέρωσα , passive αναπτερώνομαι )
to raise , boost ( morale, spirits )
Τα λόγια του μου αναπτέρωσαν το ηθικό. Ta lógia tou mou anaptérosan to ithikó. His words boosted my morale.
Αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου.Anapteróthikan oi elpídes mou.My hopes have been revived .
to kindle
αναπτερώνω αναπτερώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναπτερώνω
αναπτερώσω
αναπτερώνομαι
αναπτερωθώ
2 sg
αναπτερώνεις
αναπτερώσεις
αναπτερώνεσαι
αναπτερωθείς
3 sg
αναπτερώνει
αναπτερώσει
αναπτερώνεται
αναπτερωθεί
1 pl
αναπτερώνουμε , [‑ομε ]
αναπτερώσουμε , [‑ομε ]
αναπτερωνόμαστε
αναπτερωθούμε
2 pl
αναπτερώνετε
αναπτερώσετε
αναπτερώνεστε , αναπτερωνόσαστε
αναπτερωθείτε
3 pl
αναπτερώνουν (ε )
αναπτερώσουν (ε )
αναπτερώνονται
αναπτερωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναπτέρωνα
αναπτέρωσα
αναπτερωνόμουν (α )
αναπτερώθηκα
2 sg
αναπτέρωνες
αναπτέρωσες
αναπτερωνόσουν (α )
αναπτερώθηκες
3 sg
αναπτέρωνε
αναπτέρωσε
αναπτερωνόταν (ε )
αναπτερώθηκε
1 pl
αναπτερώναμε
αναπτερώσαμε
αναπτερωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναπτερωθήκαμε
2 pl
αναπτερώνατε
αναπτερώσατε
αναπτερωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναπτερωθήκατε
3 pl
αναπτέρωναν , αναπτερώναν (ε )
αναπτέρωσαν , αναπτερώσαν (ε )
αναπτερώνονταν , (αναπτερωνόντουσαν )
αναπτερώθηκαν , αναπτερωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναπτερώνω ➤
θα αναπτερώσω ➤
θα αναπτερώνομαι ➤
θα αναπτερωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναπτερώνεις , …
θα αναπτερώσεις , …
θα αναπτερώνεσαι , …
θα αναπτερωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναπτερώσει έχω, έχεις, … αναπτερωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναπτερωθεί είμαι , είσαι , … αναπτερωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναπτερώσει είχα, είχες, … αναπτερωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναπτερωθεί ήμουν , ήσουν , … αναπτερωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναπτερώσει θα έχω, θα έχεις, … αναπτερωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναπτερωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπτερωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναπτέρωνε
αναπτέρωσε
—
αναπτερώσου
2 pl
αναπτερώνετε
αναπτερώστε
αναπτερώνεστε
αναπτερωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναπτερώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναπτερώσει ➤
αναπτερωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναπτερώσει
αναπτερωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.