αναφιλητό
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αναφυλλητό (anafyllitó)
- αναφιλυτό (anafilytó) (rare)
Noun
[edit]αναφιλητό • (anafilitó) n (plural αναφιλητά) (more frequently plural)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναφιλητό (anafilitó) | αναφιλητά (anafilitá) |
genitive | αναφιλητού (anafilitoú) | αναφιλητών (anafilitón) |
accusative | αναφιλητό (anafilitó) | αναφιλητά (anafilitá) |
vocative | αναφιλητό (anafilitó) | αναφιλητά (anafilitá) |