Jump to content

αναφιλητό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αναφιλητό (anafilitón (plural αναφιλητά) (more frequently plural)

  1. sobbing, sobs, intense weeping

Declension

[edit]
Declension of αναφιλητό
singular plural
nominative αναφιλητό (anafilitó) αναφιλητά (anafilitá)
genitive αναφιλητού (anafilitoú) αναφιλητών (anafilitón)
accusative αναφιλητό (anafilitó) αναφιλητά (anafilitá)
vocative αναφιλητό (anafilitó) αναφιλητά (anafilitá)