Jump to content

ανατρίχιασμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανατρίχιασμα (anatríchiasmaf (plural ανατριχιάσματα)

  1. shivering, trembling,
    Synonym: ανατριχίλα (anatrichíla)
  2. giving: horror, goosebumps

Declension

[edit]
Declension of ανατρίχιασμα
singular plural
nominative ανατρίχιασμα (anatríchiasma) ανατριχιάσματα (anatrichiásmata)
genitive ανατριχιάσματος (anatrichiásmatos) ανατριχιασμάτων (anatrichiasmáton)
accusative ανατρίχιασμα (anatríchiasma) ανατριχιάσματα (anatrichiásmata)
vocative ανατρίχιασμα (anatríchiasma) ανατριχιάσματα (anatrichiásmata)
[edit]