ανατρίχιασμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανατρίχιασμα • (anatríchiasma) f (plural ανατριχιάσματα)
- shivering, trembling,
- Synonym: ανατριχίλα (anatrichíla)
- giving: horror, goosebumps
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανατρίχιασμα (anatríchiasma) | ανατριχιάσματα (anatrichiásmata) |
genitive | ανατριχιάσματος (anatrichiásmatos) | ανατριχιασμάτων (anatrichiasmáton) |
accusative | ανατρίχιασμα (anatríchiasma) | ανατριχιάσματα (anatrichiásmata) |
vocative | ανατρίχιασμα (anatríchiasma) | ανατριχιάσματα (anatrichiásmata) |
Related terms
[edit]- see: ανατριχιάζω (anatrichiázo, “to tremble”)