ανασφάλιστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανασφάλιστος (anasfálistosm (feminine ανασφάλιστη, neuter ανασφάλιστο)

  1. insecure
    Synonym: ανασφαλής (anasfalís)
  2. uninsured

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανασφάλιστος (anasfálistos) ανασφάλιστη (anasfálisti) ανασφάλιστο (anasfálisto) ανασφάλιστοι (anasfálistoi) ανασφάλιστες (anasfálistes) ανασφάλιστα (anasfálista)
genitive ανασφάλιστου (anasfálistou) ανασφάλιστης (anasfálistis) ανασφάλιστου (anasfálistou) ανασφάλιστων (anasfáliston) ανασφάλιστων (anasfáliston) ανασφάλιστων (anasfáliston)
accusative ανασφάλιστο (anasfálisto) ανασφάλιστη (anasfálisti) ανασφάλιστο (anasfálisto) ανασφάλιστους (anasfálistous) ανασφάλιστες (anasfálistes) ανασφάλιστα (anasfálista)
vocative ανασφάλιστε (anasfáliste) ανασφάλιστη (anasfálisti) ανασφάλιστο (anasfálisto) ανασφάλιστοι (anasfálistoi) ανασφάλιστες (anasfálistes) ανασφάλιστα (anasfálista)
[edit]