ανασφάλιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανασφάλιστος • (anasfálistos) m (feminine ανασφάλιστη, neuter ανασφάλιστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανασφάλιστος (anasfálistos) | ανασφάλιστη (anasfálisti) | ανασφάλιστο (anasfálisto) | ανασφάλιστοι (anasfálistoi) | ανασφάλιστες (anasfálistes) | ανασφάλιστα (anasfálista) | |
genitive | ανασφάλιστου (anasfálistou) | ανασφάλιστης (anasfálistis) | ανασφάλιστου (anasfálistou) | ανασφάλιστων (anasfáliston) | ανασφάλιστων (anasfáliston) | ανασφάλιστων (anasfáliston) | |
accusative | ανασφάλιστο (anasfálisto) | ανασφάλιστη (anasfálisti) | ανασφάλιστο (anasfálisto) | ανασφάλιστους (anasfálistous) | ανασφάλιστες (anasfálistes) | ανασφάλιστα (anasfálista) | |
vocative | ανασφάλιστε (anasfáliste) | ανασφάλιστη (anasfálisti) | ανασφάλιστο (anasfálisto) | ανασφάλιστοι (anasfálistoi) | ανασφάλιστες (anasfálistes) | ανασφάλιστα (anasfálista) |
Related terms
[edit]- see: ανασφαλής (anasfalís, “insecure”, adjective)