From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.na.staˈto.no/
Hyphenation: α‧να‧στα‧τώ‧νω
αναστατώνω • (anastatóno ) (past αναστάτωσα , passive αναστατώνομαι )
to disturb , disarrange
to put in a panic
( figuratively ) to disturb ( emotions )
αναστατώνω αναστατώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναστατώνω
αναστατώσω
αναστατώνομαι
αναστατωθώ
2 sg
αναστατώνεις
αναστατώσεις
αναστατώνεσαι
αναστατωθείς
3 sg
αναστατώνει
αναστατώσει
αναστατώνεται
αναστατωθεί
1 pl
αναστατώνουμε , [‑ομε ]
αναστατώσουμε , [‑ομε ]
αναστατωνόμαστε
αναστατωθούμε
2 pl
αναστατώνετε
αναστατώσετε
αναστατώνεστε , αναστατωνόσαστε
αναστατωθείτε
3 pl
αναστατώνουν (ε )
αναστατώσουν (ε )
αναστατώνονται
αναστατωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναστάτωνα
αναστάτωσα
αναστατωνόμουν (α )
αναστατώθηκα
2 sg
αναστάτωνες
αναστάτωσες
αναστατωνόσουν (α )
αναστατώθηκες
3 sg
αναστάτωνε
αναστάτωσε
αναστατωνόταν (ε )
αναστατώθηκε
1 pl
αναστατώναμε
αναστατώσαμε
αναστατωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναστατωθήκαμε
2 pl
αναστατώνατε
αναστατώσατε
αναστατωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναστατωθήκατε
3 pl
αναστάτωναν , αναστατώναν (ε )
αναστάτωσαν , αναστατώσαν (ε )
αναστατώνονταν , (αναστατωνόντουσαν )
αναστατώθηκαν , αναστατωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναστατώνω ➤
θα αναστατώσω ➤
θα αναστατώνομαι ➤
θα αναστατωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναστατώνεις , …
θα αναστατώσεις , …
θα αναστατώνεσαι , …
θα αναστατωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναστατώσει έχω, έχεις, … αναστατωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναστατωθεί είμαι , είσαι , … αναστατωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναστατώσει είχα, είχες, … αναστατωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναστατωθεί ήμουν , ήσουν , … αναστατωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναστατώσει θα έχω, θα έχεις, … αναστατωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναστατωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναστατωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναστάτωνε
αναστάτωσε
—
αναστατώσου
2 pl
αναστατώνετε
αναστατώστε
αναστατώνεστε
αναστατωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναστατώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναστατώσει ➤
αναστατωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναστατώσει
αναστατωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
ανάστα ( anásta , adverb ) ανάστατος ( anástatos , “ agitated, flustered ” , adjective ) αναστάτωμα n ( anastátoma , “ confusion, disorder ” , noun ) αναστάτωση f ( anastátosi , “ chaos, confusion ” , noun )