Jump to content

αναστέναγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναστέναγμα (anasténagman (plural αναστενάγματα)

  1. sigh, groan
    Synonym: αναστεναγμός (anastenagmós)

Declension

[edit]
Declension of αναστέναγμα
singular plural
nominative αναστέναγμα (anasténagma) αναστενάγματα (anastenágmata)
genitive αναστενάγματος (anastenágmatos) αναστεναγμάτων (anastenagmáton)
accusative αναστέναγμα (anasténagma) αναστενάγματα (anastenágmata)
vocative αναστέναγμα (anasténagma) αναστενάγματα (anastenágmata)
[edit]