Jump to content

αναστάσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναστάσιμος (anastásimosm (feminine αναστάσιμη, neuter αναστάσιμο)

  1. Easter
    αναστάσιμα τροπάριαanastásima tropáriaEaster hymn

Declension

[edit]
Declension of αναστάσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναστάσιμος (anastásimos) αναστάσιμη (anastásimi) αναστάσιμο (anastásimo) αναστάσιμοι (anastásimoi) αναστάσιμες (anastásimes) αναστάσιμα (anastásima)
genitive αναστάσιμου (anastásimou) αναστάσιμης (anastásimis) αναστάσιμου (anastásimou) αναστάσιμων (anastásimon) αναστάσιμων (anastásimon) αναστάσιμων (anastásimon)
accusative αναστάσιμο (anastásimo) αναστάσιμη (anastásimi) αναστάσιμο (anastásimo) αναστάσιμους (anastásimous) αναστάσιμες (anastásimes) αναστάσιμα (anastásima)
vocative αναστάσιμε (anastásime) αναστάσιμη (anastásimi) αναστάσιμο (anastásimo) αναστάσιμοι (anastásimoi) αναστάσιμες (anastásimes) αναστάσιμα (anastásima)
[edit]