ανασκαφικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανασκαφικός • (anaskafikós) m (feminine ανασκαφική, neuter ανασκαφικό)
- excavation (relating to an excavation or an excavation site)
Declension
[edit]Declension of ανασκαφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανασκαφικός • | ανασκαφική • | ανασκαφικό • | ανασκαφικοί • | ανασκαφικές • | ανασκαφικά • |
genitive | ανασκαφικού • | ανασκαφικής • | ανασκαφικού • | ανασκαφικών • | ανασκαφικών • | ανασκαφικών • |
accusative | ανασκαφικό • | ανασκαφική • | ανασκαφικό • | ανασκαφικούς • | ανασκαφικές • | ανασκαφικά • |
vocative | ανασκαφικέ • | ανασκαφική • | ανασκαφικό • | ανασκαφικοί • | ανασκαφικές • | ανασκαφικά • |
Related terms
[edit]- see: ανασκάπτω (anaskápto, “to excavate, to dig up”)