Jump to content

αναρρωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναρρωτικός (anarrotikósm (feminine αναρρωτική, neuter αναρρωτικό)

  1. convalescent, recuperative

Declension

[edit]
Declension of αναρρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναρρωτικός (anarrotikós) αναρρωτική (anarrotikí) αναρρωτικό (anarrotikó) αναρρωτικοί (anarrotikoí) αναρρωτικές (anarrotikés) αναρρωτικά (anarrotiká)
genitive αναρρωτικού (anarrotikoú) αναρρωτικής (anarrotikís) αναρρωτικού (anarrotikoú) αναρρωτικών (anarrotikón) αναρρωτικών (anarrotikón) αναρρωτικών (anarrotikón)
accusative αναρρωτικό (anarrotikó) αναρρωτική (anarrotikí) αναρρωτικό (anarrotikó) αναρρωτικούς (anarrotikoús) αναρρωτικές (anarrotikés) αναρρωτικά (anarrotiká)
vocative αναρρωτικέ (anarrotiké) αναρρωτική (anarrotikí) αναρρωτικό (anarrotikó) αναρρωτικοί (anarrotikoí) αναρρωτικές (anarrotikés) αναρρωτικά (anarrotiká)
[edit]