αναρρούσα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναρρούσα • (anarroúsa) f (plural αναρρούσες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναρρούσα (anarroúsa) | αναρρούσες (anarroúses) |
genitive | αναρρούσας (anarroúsas) | αναρρουσών (anarrousón) |
accusative | αναρρούσα (anarroúsa) | αναρρούσες (anarroúses) |
vocative | αναρρούσα (anarroúsa) | αναρρούσες (anarroúses) |