Jump to content

αναρρούσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναρρούσα (anarroúsaf (plural αναρρούσες)

  1. receding, recession (of a wave away from the shore)

Declension

[edit]
Declension of αναρρούσα
singular plural
nominative αναρρούσα (anarroúsa) αναρρούσες (anarroúses)
genitive αναρρούσας (anarroúsas) αναρρουσών (anarrousón)
accusative αναρρούσα (anarroúsa) αναρρούσες (anarroúses)
vocative αναρρούσα (anarroúsa) αναρρούσες (anarroúses)