Jump to content

αναρροφητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναρροφητικός (anarrofitikósm (feminine αναρροφητική, neuter αναρροφητικό)

  1. suction

Declension

[edit]
Declension of αναρροφητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναρροφητικός (anarrofitikós) αναρροφητική (anarrofitikí) αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητικοί (anarrofitikoí) αναρροφητικές (anarrofitikés) αναρροφητικά (anarrofitiká)
genitive αναρροφητικού (anarrofitikoú) αναρροφητικής (anarrofitikís) αναρροφητικού (anarrofitikoú) αναρροφητικών (anarrofitikón) αναρροφητικών (anarrofitikón) αναρροφητικών (anarrofitikón)
accusative αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητική (anarrofitikí) αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητικούς (anarrofitikoús) αναρροφητικές (anarrofitikés) αναρροφητικά (anarrofitiká)
vocative αναρροφητικέ (anarrofitiké) αναρροφητική (anarrofitikí) αναρροφητικό (anarrofitikó) αναρροφητικοί (anarrofitikoí) αναρροφητικές (anarrofitikés) αναρροφητικά (anarrofitiká)
[edit]