Jump to content

αναπόδοτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπόδοτος (anapódotosm (feminine αναπόδοτη, neuter αναπόδοτο)

  1. untranslatable
  2. unreturned, unreciprocated
  3. unmatched, unattributable

Declension

[edit]
Declension of αναπόδοτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπόδοτος (anapódotos) αναπόδοτη (anapódoti) αναπόδοτο (anapódoto) αναπόδοτοι (anapódotoi) αναπόδοτες (anapódotes) αναπόδοτα (anapódota)
genitive αναπόδοτου (anapódotou) αναπόδοτης (anapódotis) αναπόδοτου (anapódotou) αναπόδοτων (anapódoton) αναπόδοτων (anapódoton) αναπόδοτων (anapódoton)
accusative αναπόδοτο (anapódoto) αναπόδοτη (anapódoti) αναπόδοτο (anapódoto) αναπόδοτους (anapódotous) αναπόδοτες (anapódotes) αναπόδοτα (anapódota)
vocative αναπόδοτε (anapódote) αναπόδοτη (anapódoti) αναπόδοτο (anapódoto) αναπόδοτοι (anapódotoi) αναπόδοτες (anapódotes) αναπόδοτα (anapódota)