Jump to content

αναπόδειχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπόδειχτος (anapódeichtosm (feminine αναπόδειχτη, neuter αναπόδειχτο)

  1. Alternative form of αναπόδεικτος (anapódeiktos)

Declension

[edit]
Declension of αναπόδειχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπόδειχτος (anapódeichtos) αναπόδειχτη (anapódeichti) αναπόδειχτο (anapódeichto) αναπόδειχτοι (anapódeichtoi) αναπόδειχτες (anapódeichtes) αναπόδειχτα (anapódeichta)
genitive αναπόδειχτου (anapódeichtou) αναπόδειχτης (anapódeichtis) αναπόδειχτου (anapódeichtou) αναπόδειχτων (anapódeichton) αναπόδειχτων (anapódeichton) αναπόδειχτων (anapódeichton)
accusative αναπόδειχτο (anapódeichto) αναπόδειχτη (anapódeichti) αναπόδειχτο (anapódeichto) αναπόδειχτους (anapódeichtous) αναπόδειχτες (anapódeichtes) αναπόδειχτα (anapódeichta)
vocative αναπόδειχτε (anapódeichte) αναπόδειχτη (anapódeichti) αναπόδειχτο (anapódeichto) αναπόδειχτοι (anapódeichtoi) αναπόδειχτες (anapódeichtes) αναπόδειχτα (anapódeichta)