Jump to content

αναπτηράκι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αναπτήρας (anaptíras, cigarette lighter) +‎ -άκι (-áki, diminutive form)

Noun

[edit]

αναπτηράκι (anaptirákin (plural αναπτηράκια)

  1. diminutive of αναπτήρας (anaptíras)

Declension

[edit]
Declension of αναπτηράκι
singular plural
nominative αναπτηράκι (anaptiráki) αναπτηράκια (anaptirákia)
genitive - -
accusative αναπτηράκι (anaptiráki) αναπτηράκια (anaptirákia)
vocative αναπτηράκι (anaptiráki) αναπτηράκια (anaptirákia)