Jump to content

αναπροσαρμογή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναπροσαρμογή (anaprosarmogíf (plural αναπροσαρμογές)

  1. readjustment
  2. mark up, mark down (prices)

Declension

[edit]
Declension of αναπροσαρμογή
singular plural
nominative αναπροσαρμογή (anaprosarmogí) αναπροσαρμογές (anaprosarmogés)
genitive αναπροσαρμογής (anaprosarmogís) αναπροσαρμογών (anaprosarmogón)
accusative αναπροσαρμογή (anaprosarmogí) αναπροσαρμογές (anaprosarmogés)
vocative αναπροσαρμογή (anaprosarmogí) αναπροσαρμογές (anaprosarmogés)
[edit]