αναπροσαρμογή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναπροσαρμογή • (anaprosarmogí) f (plural αναπροσαρμογές)
- readjustment
- mark up, mark down (prices)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπροσαρμογή (anaprosarmogí) | αναπροσαρμογές (anaprosarmogés) |
genitive | αναπροσαρμογής (anaprosarmogís) | αναπροσαρμογών (anaprosarmogón) |
accusative | αναπροσαρμογή (anaprosarmogí) | αναπροσαρμογές (anaprosarmogés) |
vocative | αναπροσαρμογή (anaprosarmogí) | αναπροσαρμογές (anaprosarmogés) |
Related terms
[edit]- αναπροσαρμόζω (anaprosarmózo, “to readjust”)
- and see: προσαρμόζω (prosarmózo, “to adapt or adjust”)