αναποζημίωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναποζημίωτος (anapozimíotosm (feminine αναποζημίωτη, neuter αναποζημίωτο)

  1. uncompensated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναποζημίωτος (anapozimíotos) αναποζημίωτη (anapozimíoti) αναποζημίωτο (anapozimíoto) αναποζημίωτοι (anapozimíotoi) αναποζημίωτες (anapozimíotes) αναποζημίωτα (anapozimíota)
genitive αναποζημίωτου (anapozimíotou) αναποζημίωτης (anapozimíotis) αναποζημίωτου (anapozimíotou) αναποζημίωτων (anapozimíoton) αναποζημίωτων (anapozimíoton) αναποζημίωτων (anapozimíoton)
accusative αναποζημίωτο (anapozimíoto) αναποζημίωτη (anapozimíoti) αναποζημίωτο (anapozimíoto) αναποζημίωτους (anapozimíotous) αναποζημίωτες (anapozimíotes) αναποζημίωτα (anapozimíota)
vocative αναποζημίωτε (anapozimíote) αναποζημίωτη (anapozimíoti) αναποζημίωτο (anapozimíoto) αναποζημίωτοι (anapozimíotoi) αναποζημίωτες (anapozimíotes) αναποζημίωτα (anapozimíota)